- ζωόλιθος
- ο окаменелость, окаменелые остатки животных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωόλιθος — ο παλαιότερη ονομ. τών απολιθωμένων μέσα στα στρώματα τής γης λειψάνων ζώων, το απολίθωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoolithe < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]*) + lithe (πρβλ. λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek